παραστάθι

παραστάθι
το, ΝΜ
1. εργασία που γίνεται καθ' όλη την διάρκεια τής νύχτας ή κατά ένα μεγάλο μέρος της
2. ολονυκτία γυναικών για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + θ. σταθ- τού ἵσταμαι, πρβλ. ε-στάθ-ην, σταθ-μός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”